Tenses - moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present εύχομαι ευχόμαστε
έρχεσαι εύχεστε, ευχόσαστε
εύχεται εύχονται
Imperfect ερχόμουν(α) ευχόμαστε, ευχόμασταν
ευχόσουν(α) ερχόσαστε, ερχόσασταν
ευχόταν(ε) εύχονταν, ευχόντανε, ευχόντουσαν
Aorist (simple past) ευχήθηκα ευχηθήκαμε
ευχήθηκες ευχηθήκατε
ευχήθηκε ευχήθηκαν, ευχηθήκαν(ε)
Perfect έχω ευχηθεί έχουμε ευχηθεί
έχεις ευχηθεί έχετε έρθει, έχετε έλθει
έχει ευχηθεί έχουν ευχηθεί
Pluperfect είχα ευχηθεί είχαμε ευχηθεί
είχες ευχηθεί είχατε ευχηθεί
είχε ευχηθεί είχαν ευχηθεί
Future (continuous) θα εύχομαι θα ευχόμαστε
θα εύχεσαι θα εύχεστε, θα ευχόσαστε
θα εύχεται θα εύχονται
Future (simple) θα ευχηθώ θα ευχηθούμε
θα ευχηθείς θα ευχηθείτε
θα ευχηθεί θα ευχηθούνε)
Future Perfect θα έχω ευχηθεί θα έχουμε ευχηθεί
θα έχεις ευχηθεί θα έχετε ευχηθεί
θα έχει ευχηθεί θα έχουν ευχηθεί
Subjunctive Mood
Present να εύχομαι να ευχόμαστε
να εύχεσαι να εύχεστε, να ευχόσαστε
να εύχεται να εύχονται
Aorist να ευχηθώ να ευχηθούμε
να ευχηθείς να ευχηθείτε
να ευχηθεί να ευχηθούν(ε)
Perfect να έχω ευχηθεί να έχουμε ευχηθεί
να έχεις ευχηθεί να έχετε ευχηθεί
να έχει ευχηθεί να έχουν ευχηθεί
Imperative Mood
Present -- εύχεστε
Aorist ευχήσου ευχηθείτε
Participle
Present ευχόμενος
Perfect
Infinitive
Aorist ευχηθεί
Examples with «εύχομαι»:
ελληνικά αγγικά
H εκκλησία εύχεται για την ειρήνη του κόσμου. The church wishes peace for the world.
Εύχομαι να σταματούσε να μιλάει. I want him to stop talking.
Ο ιερέας ευχήθηκε το εκκλησίασμα. The priest blessed the ecclesiastical community.
Tο ζευγάρι δεν παρέλειψε να ευχηθεί καλή επιτυχία ο ένας στον άλλον μέσω twitter. The married couple did not neglect to wish eachother luck via twitter.
Με αυτό τον τρόπο ήθελε να της ευχηθεί καλό μήνα. In this way he wanted to wish her a good month.
Σας εύχομαι καλή επιτυχία στο ζήτημα αυτό. I wish you a lot of success with that case.
Δεν μου ευχήθηκε χαρούμενα γενέθλια. He/she didn't wish me a nice birthday.
Ευχηθήκαμε θα είμαστε οι καλύτερες φίλες για πάντα. We wished to be good friends forever.
Verbs with the same conjugation as«εύχομαι»:
- αντεύχομαι to wish somebody something
- βούλομαι to seal, block
- δέομαι to pray, need
- διαμαρτύρομαι to expostulate, object to, protest, remonstrate
- προσεύχομαι to pray